- κῶνος
- κῶνοςpine-conemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
κώνος — ο 1. στερεό σώμα που έχει ως βάση κύκλο και η κυρτή του επιφάνεια καταλήγει σε οξεία κορυφή. 2. ό,τι μοιάζει με κώνο. 3. ο καρπός των κωνοφόρων δέντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυμπτωτικός κώνος — Για έναν ανιχνευτή κοσμικών ακτίνων, ο όρος σημαίνει την περιοχή της ουράνιας σφαίρας απ’ όπου έχουν έλθει τα σωμάτια, στα οποία κυρίως οφείλεται η ροή που καταγράφει ο ανιχνευτής. Η θέση και το σχήμα αυτού του κώνου υποδοχής των σωματίων… … Dictionary of Greek
κῶνε — κῶνος pine cone masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῶνοι — κῶνος pine cone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῶνον — κῶνος pine cone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
εγχυτήρας — Συσκευή για την εισαγωγή, υπό μορφή πίδακα, ενός ρευστού ή ενός μείγματος σε ορισμένους κλειστούς χώρους, οι οποίοι αποτελούν μέρη μιας θερμικής ή υδραυλικής μηχανής. Χρησιμοποιείται για να αντικαθιστά κυρίως τις αντλίες, όταν η χρήση τους δεν… … Dictionary of Greek